Η μελέτη της αναγνωστικής ικανότητας των παιδιών με Δυσαναγνωσία απαιτεί απομάκρυνση από την μονοδιάστατη προσέγγιση των αναγνωστικών δυσκολιών και κατανόηση της πολυπλοκότητας των γνωστικών διαδικασιών. Το κύκλωμα της ανάγνωσης είναι εξαιρετικά περίπλοκο και η έλλειψη ακρίβειας ή αυτοματοποίησης σε κάποιο σημείο του μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολίες.
Σύμφωνα με τη Θεωρία του Διπλού Ελλείμματος (ΘΔΕ) (Wolf & Bowers, 1999) υπάρχουν δύο ξεχωριστές πηγές αναγνωστικής δυσκολίας, οι οποίες σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό συνυπάρχουν και σχετίζονται αμφότερες με την αναγνωστική ευχέρεια, αλλά με διαφορετικό τρόπο η καθεμιά. Η πρώτη αφορά σε ελλείμματα στη Φωνολογική Επίγνωση (ΦΕ) και η δεύτερη σε ελλείμματα στην Ταχεία Αυτοματοποιημένη Κατονομασία (ΤΑΚ).
Η ΦΕ σχετίζεται με την αναγνωστική ακρίβεια και αφορά σε έργα αποκωδικοποίησης, όπως η ανάγνωση λέξεων με αυξανόμενο βαθμό δυσκολίας και η ανάγνωση ψευδολέξεων. Η ΤΑΚ σχετίζεται με την αναγνωστική ταχύτητα και οι διαδικασίες που εμπλέκονται σε αυτή έχουν πολλά κοινά στοιχεία με την ανάγνωση, όπως η αναγνώριση και η σειριακή σάρωση των γραφημάτων. Προκειμένου να καταστεί κάποιος ευχερής αναγνώστης είναι απαραίτητο να έχει κατακτήσει τόσο την ακρίβεια όσο και ταχύτητα, προκειμένου να μπορέσει να φτάσει σε σημείο να αναγιγνώσκει με προσωδία και να προβαίνει σε επαρκή κατανόηση κειμένου.
Η ΘΔΕ υποστηρίζει ότι τα παιδιά που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ανάγνωση, ανάλογα με την επίδοσή τους σε κάθε διαδικασία, μπορούν να ιδεοτυπικά να υπαχθούν σε υποομάδες:
- στα άτομα με μονό έλλειμμα ΦΕ: αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη δυσκολία στην αναγνωστική ακρίβεια και μικρότερη στην ταχύτητα.
- στα άτομα με μονό έλλειμμα ΤΑΚ: είναι συνήθως ακριβείς, αλλά αργοί αποκωδικοποιητές.
- και στους αναγνώστες με διπλό έλλειμμα τόσο στη ΦΕ όσο και στην ΤΑΚ: έχουν χαμηλότερη συνολική αναγνωστική -αλλά και μεταγενέστερη ορθογραφική- ευχέρεια σε σχέση με τις άλλες ομάδες, καθώς έχει πληγεί και η αναγνωστική ταχύτητα και η ακρίβειά τους (Arnell, Joanisse, Klein, Busseri, & Tannock, 2009; Wolf et al., 2002).
Μεταγενέστερες έρευνες σε πολλές γλώσσες συνηγορούν υπέρ της ΘΔΕ, καθώς η πλειοψηφία των δυσαναγνωστών (60%-75%) αντιμετωπίζει δυσκολία στην ΤΑΚ, επιπρόσθετα των όποιων ελλειμμάτων στη ΦΕ (Katzir, Kim, Wolf, Morris, & Lovett, 2008). Βεβαίως, η ΘΔΕ δεν έχει στόχο να ερμηνεύσει όλο το φάσμα των αναγνωστικών δυσκολιών, αλλά να συμβάλλει στη μελέτη της αναγνωστικής ευχέρειας αναδεικνύοντας τη σημαντικότητα τόσο της ΤΑΚ όσο και της ΦΕ ως βασικούς αιτιολογικούς παράγοντες της Δυσαναγνωσίας και να ερμηνεύσει την ετερογένεια των χαρακτηριστικών παιδιών με Δυσαναγνωσία (Wolf et al., 2002).
Έλλενα Πλακίδα Βανδώρου
Επιστημονική Υπεύθυνη ΚΕΜΥΛΟ
Ειδικός Παιδαγωγός
ΜΑ Ψυχολογίας
ΜΑ Ειδικής Αγωγής
Μετεκπαίδευση στις ΜΔ
Βιβλιογραφία
Arnell, K. M., Joanisse, M. F., Klein, R. M., Busseri, M. A., &Tannock, R. (2009). Decomposing the relation between Rapid Automatized Naming (RAN) and reading ability. Canadian Journal of ExperimentalPsychology / Revue canadienne de psychologie expérimentale, 63(3), 173.
Katzir, T., Kim, Y. S., Wolf, M., Morris, R., & Lovett, M. W. (2008). Comparing subtypes of children with dyslexia at letter, word, and connected text levels of reading. Journal of learning disabilities, 41(1). 47–66.
Wolf, M., & Bowers, P. G. (1999). The double-deficit hypothesis for the developmental dyslexia. Journal of educational psychology, 91(3), 415-418.
Wolf, M., O’rourke, A. G., Gidney, C., Lovett, M., Cirino, P., & Morris, R. (2002). The second deficit: An investigation of the independence of phonological and naming-speed deficits in developmental dyslexia. Reading and Writing, 15(1), 43-72.